κυκνόμορφος

κυκνόμορφος
κυκνό-μορφος, ον,
A swan-shaped, or white as a swan, A.Pr.795.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κυκνόμορφος — κυκνόμορφος, ον (Α) αυτός που μοιάζει, ως προς τη μορφή ή τη λευκότητα, με κύκνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύκνος + μορφος (< μορφή), πρβλ. αετό μορφος, ιερακό μορφος] …   Dictionary of Greek

  • κυκνομόρφους — κυκνόμορφος swan shaped masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυκνόμορφοι — κυκνόμορφος swan shaped masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύκνος — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 249 κάτ.) του νομού Ξάνθης. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 22 χλμ. ΒΔ της πόλης της Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μύκης. II (Αστρον.). Αστερισμός του βορείου ημισφαιρίου. Βρίσκεται ανάμεσα στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”